ζήσεις

ζήσεις
ζάω
aor subj act 2nd sg (epic)
ζάω
fut ind act 2nd sg
ζῆσις
vitalization
fem nom/voc pl (attic epic)
ζῆσις
vitalization
fem nom/acc pl (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • εις — (I) και εισέ και σε και σ( ) προ φωνήεντος ή τών πλαγίων πτώσεων τού άρθρου (AM εἰς και ές) πρόθ. που δηλώνει: 1. μέσα («..χύνονται στη θάλασσα», «οἵ τ εἰς ἅλαδε προρρέουσιν») 2. κίνηση προς, σε τόπο («πήγες εις το Μεσολόγγι», «εἰσέβαλε... ἐς… …   Dictionary of Greek

  • ζω — (AM ζῶ, άω και ήω Α και ζώω και κρητ. τ. δώω) 1. (για έμβια όντα) βρίσκομαι στη ζωή, υπάρχω, είμαι ζωντανός 2. συντηρούμαι στη ζωή, πορίζομαι τα προς το ζην, αποζώ, διατρέφομαι 3. διάγω τον βίο, διαμένω, κατοικώ, περνώ τη ζωή μου («ζει στα ξένα») …   Dictionary of Greek

  • κακός — Μυθολογικό πρόσωπο της ρωμαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μισός άνθρωπος και μισός σάτυρος. Γιος του Ηφαίστου και φοβερός ληστής, έβγαζε από το στόμα του φλόγες και καπνούς. Κατοικούσε σε μια σπηλιά στον λόφο του Αβεντίνου (ένας… …   Dictionary of Greek

  • χαίρω — ΝΜΑ, και μέσ. χαίρομαι Ν 1. αισθάνομαι χαρά, είμαι χαρούμενος (α. «χαίρω πολύ» β. «οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ», ΚΔ γ. «χαίρω δὲ καὶ αὐτὸς θυμῷ, ἐπεὶ δοκέω νικησέμεν Ἕκτορα δῑον», Ομ. Ιλ.) 2. (η προστ. β προσ. ενεστ.) χαίρε,… …   Dictionary of Greek

  • χιλιάζω — ΝΜ [χίλιοι] 1. (αμτβ.) είμαι ή γίνομαι χιλίων ετών 2. (μτβ.) α) αυξάνω σε χίλια β) (κατ επέκτ.) αυξάνω σε μεγάλο αριθμό, πολλαπλασιάζω νεοελλ. φρ. «να τά χιλιάσεις» (ως ευχή) να ζήσεις πολλά χρόνια …   Dictionary of Greek

  • χιλιόχρονος — η, ο, Ν 1. αυτός που έχει διάρκεια ή ηλικία χιλίων ετών 2. (το αρσ. και το θηλ. ως ευχή) χιλιόχρονος και χιλιόχρονη! να ζήσεις πολλά χρόνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + χρόνος (πρβλ. τρί χρονος). Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Αλ. Σούτσο] …   Dictionary of Greek

  • χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… …   Dictionary of Greek

  • Γκοϊτισόλο, Χουάν — (Juan Goytisolo, Βαρκελώνη 1931 –).Ισπανός διηγηματογράφος και δοκιμιογράφος. Τα παιδικά του χρόνια συνέπεσαν με την εποχή του εμφύλιου πολέμου στην Ισπανία. Ένα οδυνηρό βίωμα των χρόνων αυτών, ο θάνατος της μητέρας του σε βομβαρδισμό, βρήκε την… …   Dictionary of Greek

  • διάτρητα αγγεία — Τύπος ρωμαϊκών αγγείων από υλικό μεγάλης αξίας, τα οποία παρουσίαζαν δυσκολία στην επεξεργασία τους, εξαιτίας των σχισμών που πολύ συχνά γίνονταν κατά τη ζύμωσή τους από τον κατασκευαστή. Η ονομασία τους, άλλωστε, σημαίνει αγγεία γεμάτα σχισμές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”